στροβιλοῖ

στροβιλοῖ
στροβιλέω
pres opt act 3rd sg (attic epic doric)
στροβιλόω
turn about
pres ind mp 2nd sg
στροβιλόω
turn about
pres opt act 3rd sg
στροβιλόω
turn about
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στρόβιλοι — στρόβῑλοι , στρόβιλος round ball masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόβιλος — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… …   Dictionary of Greek

  • υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… …   Dictionary of Greek

  • вихъръ — ВИХЪР|Ъ (18*), А с. Вихрь, смерч: вси нижнии ||=вихри оумълчите... и вси стоудении ветри оустроитесѩ ПрЛ XIII, 118а б; въ •оа҃• ча(с) ночи загорѣсѩ на варѩжьскоi оулици. i... въздвижесѩ боурѩ с вихромъ. i тако бы(с) силенъ огнь вборзѣ. ЛН XIII… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”